κατασφάξαν

κατασφάξαν
κατασφάζω
slaughter
aor part act neut nom/voc/acc sg
κατασφάζω
slaughter
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατασφάζω — κατέσφαξα και κατάσφαξα, κατασφάχτηκα και κατασφάγηκα, κατασφαγμένος, σφάζω κάποιον με αγριότητα: ΟιΤούρκοι κατάσφαξαν πολλούς Έλληνες στην Πελοπόννησο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”